7 Δεκεμβρίου 2019
Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση σ’ αυτή την εξαιρετική εκδήλωση της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος.
Στο παγκόσμιο συνέδριο για το έγκλημα της Γενοκτονίας.
Ένα συνέδριο που πραγματοποιείται σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Σε μια συγκυρία που δοκιμάζονται ξανά οι σχέσεις και οι αντοχές της Ευρώπης με τους εξ’ ανατολών γείτονές μας.
Αυτή η συγκυρία προσδίδει ξεχωριστή σημασία σ’ αυτό το συνέδριο καθώς για μια ακόμη φορά ενώνει τις φωνές των απανταχού Ποντίων -και όχι μόνο- σ’ ένα μήνυμα προς την Τουρκία για ειρηνική συνύπαρξη των λαών.
Μια Τουρκία που θυμίζει κατά πολύ την εποχή των Νεότουρκων, μέσα από προκλήσεις, παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και την ατιμωρησία από τους θεματοφύλακες των Μεγάλων δυνάμεων και συμμάχων.
Μια Τουρκία που συνεχίζει να έχει επιθετική και επεκτατική στρατηγική εναντίον της Κύπρου και της Ελλάδας.
Μια Τουρκία που νιώθει δικαιωμένη για τις γενοκτονίες που διέπραξε.
Μια “δικαίωση” που της ανοίγει διάπλατα το δρόμο για τις απαράδεκτες διεκδικήσεις της.
Σας συγχαίρω λοιπόν για την πρωτοβουλία σας.
Που αποδεικνύει, για μία ακόμη φορά, πως από όλες τις προσφυγικές πληθυσμιακές ομάδες του Ελληνικού κράτους, οι Πόντιοι, είναι αυτοί που εμφανίζουν την ισχυρότερη δυναμική στην αναπαραγωγή των ηθών και των εθίμων τους και τη διατήρηση της μνήμης των θλιβερών γεγονότων που είχαν σαν κατάληξη τον αναγκαστικό εκπατρισμό.
Που επιβεβαιώνει την ισχυρή θέληση για συνέχιση του αγώνα μέχρι την τελική δικαίωση.
Κυρίες και Κύριοι,
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου της Μικράς Ασίας και των άλλων Χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, που ήταν προάγγελος του Εβραϊκού ολοκαυτώματος, ξεκινά τη στιγμή που ξεκινά το λεγόμενο Ανατολικό ζήτημα.
Όταν δηλαδή οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις επιχειρούν οικονομική διείσδυση στην καταρρέουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τα γεωπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή εξηγούν το γιατί συνέβησαν όσα συνέβησαν.
Τα συμφέροντα της Γερμανίας που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη Γενοκτονία, αλλά και τις πολιτικές της Αγγλίας και της Γαλλίας που εγκλώβισαν τον Ελληνισμό στη Μικρασιατική παγίδα, όπως και την πολιτική των Μπολσεβίκων όταν ανέλαβαν την εξουσία.
Αυτοί ήταν οι ηθικοί αυτουργοί.
Ο καθοδηγητής των Τούρκων, Γερμανός στρατηγός Σάντερς, ο μετέπειτα αρχιστράτηγος των Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, υποστήριζε κυνικά τα εξής:
“Η Τουρκία δεν έχει ουδεμίαν ασφάλειαν ούτε δύναται να οργανωθεί ελευθέρως στο μέλλον, λόγω της παρουσίας των Ελλήνων. Για να μη προκληθεί αντίδραση στον πολιτισμένο κόσμο προτείνω, ως τελική λύση, το λευκό θάνατο, τις ατέλειωτες οδοιπορίες. Σας διαβεβαιώνω ότι το κρύο, οι παγωνιές, οι βροχές, η ζέστη, οι κακουχίες, η ασιτία και οι αρρώστιες θα φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα με τις σφαγές που λογαριάζετε να κάνετε εσείς”.
Γιατί όμως η Τουρκία αρνείται λυσσωδώς και πεισματικά να κάνει μία κίνηση η οποία αφενός θα την εξαγνίσει και αφετέρου θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την ουσιαστική εξομάλυνση των σχέσεών της με γειτονικές χώρες;
Αν λοιπόν αναζητήσουμε τις κύριες αιτίες που οδηγούν την Τουρκία στην τήρηση της συγκεκριμένης στάσης, πέραν των ιδεολογικών, εθνικιστικών και ρατσιστικών που είναι ριζωμένες στην Τουρκική διοίκηση αλλά και στην Τουρκική κοινωνία, θα τις εντοπίσουμε στο διακύβευμα που κρύβεται πίσω από μία τέτοια αναγνώριση.
Το Τουρκικό κράτος την ώρα που διέπραττε τα εγκλήματα εναντίον των Χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, υφάρπαζε, και τις περιουσίες τους.
Η Τουρκική δημοκρατία χτίστηκε πάνω στα χώματα και τα χρήματα των γενοκτονημένων.
Οι περιουσίες, οι καταθέσεις, τα χρυσαφικά, τα σπίτια, τα καταστήματα, τα χωράφια των γενοκτονημένων είτε λεηλατήθηκαν και καταπατήθηκαν από τους σφαγείς, είτε πέρασαν στην κυριότητα του νέου τουρκικού κράτους.
Εκεί λοιπόν κρύβεται το μυστικό της λυσσώδους αντίδρασης της Τουρκίας.
Η οποία φοβάται ότι την αναγνώριση θα ακολουθήσει η διεκδίκηση των περιουσιών, μια διαδικασία η οποία, σε συνδυασμό με το Κουρδικό, μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπές με σοβαρές γεωπολιτικές προεκτάσεις.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως το ζήτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας αποτελεί μια σοβαρή υπόθεση και ισχυρό διπλωματικό όπλο στη φαρέτρα της εκάστοτε κυβέρνησης γι’ αυτό πρέπει να απασχολήσει στη χώρα μας,
κοινωνία, θεσμούς, κόμματα, κυβερνήσεις.
Στα επίπεδα πολιτικής, μετά από δεκαετίες σιωπής, το 1994 το Ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε ομόφωνα την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Ήταν μια πράξη που ξεπλήρωσε μέρος του χρέους της Ελληνικής πολιτείας απέναντι σε ένα εκατομμύριο ανθρώπους που χάθηκαν άδικα και σε δυο εκατομμύρια ανθρώπους που ξεριζώθηκαν, ως αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών επιλογών και έλλειψης στρατηγικής της Αθήνας.
Το υπόλοιπο αυτού του τεράστιου χρέους, δηλαδή της μετουσίωσής του σε πολιτική και εθνική στρατηγική, διεθνοποίηση και προώθηση του αιτήματος της αναγνώρισης από ξένα κοινοβούλια, το επωμίσθηκε ο συλλογικός Ποντιακός χώρος.
Και παρά την κριτική που μπορεί να γίνει και γίνεται, πρέπει να δεχθούμε ότι έγιναν πολύ σημαντικά βήματα.
Αυτό κινητοποίησε και τις άλλες ελληνικές πληθυσμιακές ομάδες που υπέστησαν τα ίδια δεινά την ίδια περίοδο. Έτσι κινητοποιήθηκαν οι Έλληνες της Μικράς Ασία, που πέτυχαν κι αυτοί το 1998 από την Ελληνική Βουλή την καθιέρωση της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας μνήμης.
Αυτό μένει να δούμε να γίνεται και για τους Έλληνες της Θράκης.
Στο επιστημονικό επίπεδο εξέχοντα πνευματικά μέλη του ποντιακού χώρου, όπως ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, ο Κώστας Φωτιάδης, ο Χάρης Τσιρκινίδης και πολλοί άλλοι Πόντιοι και μη Πόντιοι και μη Έλληνες έφεραν στην επιφάνεια μοναδικά ντοκουμέντα και τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και μαρτυρίες ξένων διπλωματών που υπηρετούσαν εκείνη την περίοδο στην περιοχή.
Κανείς σήμερα δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτήν την ιστορική πραγματικότητα.
Στο κοινωνικό επίπεδο ο οργανωμένος Ποντιακός χώρος έδωσε πολλά.
Κράτησε ζωντανή τη μνήμη και το αίτημα.
Διεθνοποίησε το ζήτημα στο βαθμό που του το επέτρεπε ο θεσμικός του ρόλος.
Ποια λοιπόν θα πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα;
Ενότητα
Εξωστρέφεια
Συμμαχίες
Εθνική στρατηγική
Το αίτημα της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας είναι ο μεγάλος κοινός στόχος όλων μας.
Και αυτός πρέπει να μας οδηγεί.
Για τη δυναμική διεκδίκησή του απαιτείται να ξεπεράσουμε τις προσωπικές στρατηγικές και τα μικρά που μας διχάζουν και ενωμένοι να διεκδικήσουμε και να πετύχουμε το όραμα του μεγάλου στόχου.
Το ζήτημα της Γενοκτονίας αφορά το σύνολο του Ελληνισμού, και όχι μόνο.
Πρέπει να ανοίξει σε όλη την κοινωνία και τη διεθνή κοινότητα.
Οι εκδηλώσεις που διοργανώνονται πρέπει να είναι εξαιρετικά εξωστρεφείς και να απευθύνονται σε όλους τους Έλληνες, όταν γίνονται στην Ελλάδα, σε όλους τους Γερμανούς όταν γίνονται στη Γερμανία κ.ο.κ.
Στις εκδηλώσεις πρέπει να συμμετέχουν και μη Πόντιοι διανοούμενοι, προσωπικότητες και καλλιτέχνες.
Να μην λειτουργεί ως οικογενειακή υπόθεση.
Απαιτείται ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινότητας και των ξένων κοινοβουλίων και αξιοποίηση ξένων προσωπικοτήτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, πρόσφατο μάλιστα, αποτελεί το άρθρο του Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Columbia, Ντέιβιντ Φίλιπς, ο οποίος είναι ειδικός στα περί της Τουρκίας, σύμβουλος Αμερικανικών κυβερνήσεων και άνθρωπος με επιρροή στη γραφειοκρατεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Στο άρθρο του με τίτλο “Ριζική αναθεώρηση των σχέσεων με την Τουρκία” προτείνει ανοιχτά οι Ηνωμένες Πολιτείες να αναγνωρίσουν τη Γενοκτονία των Ποντίων και των άλλων Χριστιανικών πληθυσμών.
Γράφει μεταξύ άλλων:
«… Η Τουρκία έμαθε στην ατιμωρησία, μη παραδεχόμενη την τέλεση της γενοκτονίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σταματήσουν να κλείνουν τα μάτια τους στο τι συνέβη.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα πρέπει να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων.
Το Κογκρέσο θα πρέπει να εγκρίνει την ημέρα μνήμης με μία συνοδευτική απόφαση που θα επιβεβαιώνει τη γενοκτονία και θα υπενθυμίζει στην Τουρκία τις υποχρεώσεις της ως διάδοχου κράτους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την αποζημίωση των απογόνων των θυμάτων.
Οι ΗΠΑ θα πρέπει, επίσης, να αναγνωρίσουν τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου…”
Μπορεί να αναλογιστεί κανείς τι δημοσιότητα θα έπαιρνε το ζήτημα, εάν εκτός του ως άνω καθηγητή, είχαμε άλλους πενήντα ή εκατό καθηγητές σε όλο τον κόσμο με ανάλογα άρθρα;
Νομίζω πως η απάντηση είναι αυτονόητη.
Στις 29 Οκτωβρίου είδαμε τη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ να εγκρίνει με ψήφους 405 υπέρ έναντι 11 κατά, το ψήφισμα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Στο ψήφισμα γίνεται σαφής αναφορά και στην αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων και των άλλων Χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής.
Η αναφορά στους Έλληνες γίνεται, βέβαια, παρεμπιπτόντως.
Επειδή, όμως, τέτοια κείμενα τα επεξεργάζονται και διπλωμάτες, τίποτε δεν αναφέρεται αν δεν έχει κάποια σημασία.
Σημειώνεται ότι το ψήφισμα αυτό ήταν έτοιμο εδώ και μια εικοσαετία, όμως πάντα, μετά από παρέμβαση του αμερικανικού ΥΠΕΞ, δεν περνούσε από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων για να τεθεί σε ψηφοφορία.
Φέτος έγινε γιατί οι Αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι σε πολύ κακό σημείο, και μάλλον αναγκάστηκε το ίδιο το αμερικανικό ΥΠΕΞ –ασχέτως αν το αρνείται– να ανασύρει από τα συρτάρια του την αναγνώριση της Γενοκτονίας ως «όπλο» και απάντηση στους εκβιασμούς του Ερντογάν για μια σειρά από ζητήματα όπως το Κουρδικό, η ΒΑ Συρία, η προμήθεια εξελιγμένων οπλικών συστημάτων, οι σχέσεις της με τη Ρωσία κ.ά.
Επίσης, έχουν ιδιαίτερη σημασία άλλα δύο ζητήματα:
Το πρώτο είναι η συντριπτική πλειοψηφία που συγκέντρωσε το ψήφισμα, αφού ψηφίστηκε σχεδόν ομόφωνα, από Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους, ενώ οι 11 που το καταψήφισαν είναι άνθρωποι που έχουν στενές σχέσεις με τα Τουρκικά λόμπι.
Το δεύτερο είναι η επιλογή της ημερομηνίας.
Η 29η Οκτωβρίου είναι η ημέρα ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας και εορτάζεται ως εθνική επέτειος και γιορτή.
Αυτά πρέπει να αναλυθούν από την Ελληνική διπλωματία για να καταλάβουμε τις γεωπολιτικές πτυχές της υπόθεσης της Γενοκτονίας.
Γιατί το θέμα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας από κράτη της διεθνούς κοινότητας είναι έντονα πολιτικό ζήτημα.
Φυσικά οι συμμαχίες σε όλα τα επίπεδα και η σύμπραξη με τους Αρμένιους, τους Ασσύριους, τους Εβραίους, τους Κούρδους και άλλους λαούς είναι αναγκαία.
Εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων η απουσία της Ελληνικής πολιτείας είναι εκκωφαντική.
Η έλλειψη, μέχρι σήμερα, Εθνικής στρατηγικής στο θέμα της διεθνοποίησης της Γενοκτονίας και η φοβική και πολλές φορές ενοχική στάση μας απέναντι σ’ αυτό το τεράστιο και ζωτικής σημασίας ζήτημα, σε συνδυασμό με απαράδεκτες φωνές αμφισβήτησης της Γενοκτονίας στο εσωτερικό της χώρας, ανοίγουν το δρόμο για διεκδικήσεις και νομιμοποιούν τον Ερντογάν να μας λέει ότι “οι Έλληνες έκαψαν τη Σμύρνη”.
Είναι καιρός να αναλάβει πρωτοβουλία.
Σε αυτά τα επίπεδα, πρώτος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τον περασμένο Μάιο από τη Θεσσαλονίκη, δήλωνε δημόσια ότι θα αναλάβει πρωτοβουλία για τη διεθνοποίηση της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Ήταν η πρώτη τολμηρή δημόσια πολιτική παρέμβαση από αρχηγό κόμματος.
Βεβαίως θα πρέπει να αναφερθώ, ίσως, και στις προσωπικές πρωτοβουλίες.
Στην αποτροπή της de facto κατάργησης της γενοκτονίας, μετά από παρέμβασή μου, στον αντιρατσιστικό νόμο, τον Αύγουστο του 2014.
Στο αίτημά μου, με επιστολές στον πρώην Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εξωτερικών, αλλά και με παρεμβάσεις στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελληνισμού της Διασποράς και σε δημόσιες τοποθετήσεις μου για ένταξη του αιτήματος στην ατζέντα της Ελληνικής διπλωματίας και των Ελληνικών κυβερνήσεων με παράλληλη χάραξη εθνικής στρατηγικής.
Το αίτημα αυτό θα έρθει προς συζήτηση στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Ελληνισμού της Διασποράς στην οποία προεδρεύω.
Κυρίες και Κύριοι,
Είμαι πεπεισμένος ότι μόνο με εθνική στρατηγική μπορεί να τεθεί και να υποστηριχθεί, επίσημα πλέον, το θέμα ενώπιον πολυμερών διεθνών οργανισμών, κοινοβουλίων και κυβερνήσεων ξένων κρατών.
Αν σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και αν κινηθούμε έξυπνα και συλλογικά.
Αν εκμεταλλευθούμε το απίστευτο δυναμικό του Οικουμενικού Ελληνισμού.
Αν εκμεταλλευθούμε τις συμμαχίες και το φιλελληνικό πνεύμα που επικρατεί στις κοινωνίες του Κόσμου,
Αν αρχίσει ένας κύκλος αναγνωρίσεων από ξένα κοινοβούλια η Τουρκία από χώρα που διεκδικεί και επιτίθεται, θα μετατραπεί σε χώρα που απολογείται και αμύνεται.
Τότε μόνο οι ψυχές των Ελλήνων που χάθηκαν άδικα θα δικαιωθούν.
Σας ευχαριστώ