22 Μαΐου 2017
Είκοσι τρία χρόνια μετά την αναγνώριση από το εθνικό μας Κοινοβούλιο της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, η διεθνής αναγνώριση αυτής αποτελεί ένα ανεκπλήρωτο χρέος προς την ίδια την ιστορική αλήθεια, ένα απαράγραπτο χρέος που όσο επιμηκύνεται τόσο πιο βαρύ γίνεται. Ιδίως για εμάς που διαθέτουμε το προνόμιο να έχουμε ακούσει τις προσωπικές μαρτυρίες της φρίκης από τη φωνή των δικών μας ανθρώπων, αλλά και για κάθε Έλληνα που διακατέχεται από πατριωτικό συναίσθημα, το ζήτημα της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας είναι ένα εθνικό χρέος. Οι εβραίοι και οι Αρμένιοι πέτυχαν ήδη αυτό που για εμάς παραμένει ζητούμενο. Με κεντρική στρατηγική που υπηρετείται από όλους, με ενότητα και μέσα από συντονισμένες ενέργειες, με κοινή συλλογική πεποίθηση κατάφεραν την ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης και τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας. Οι Αρμένιοι από 24 χώρες, οι εβραίοι σχεδόν από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Μπορεί να έχει τις ευθύνες του ο λεγόμενος οργανωμένος ποντιακός χώρος σ’ αυτό, όμως τις δικές του ευθύνες έχει και το ελληνικό κράτος, το οποίο είτε από διεθνιστική ιδεοληψία είτε από ιδεολογική ατολμία, δεν ασχολήθηκε ποτέ στα σοβαρά με τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και των χριστιανών της Ανατολίας. Δεν χάραξε ποτέ στρατηγική, εγκατέλειψε τους Πόντιους στον όποιο αγώνα έκαναν για την ιστορική δικαίωση, παρά το γεγονός ότι σε ερευνητικό επίπεδο έγινε σπουδαία δουλειά από τους ιστορικούς και η Γενοκτονία τεκμηριώνεται πλέον πλήρως. Ευτυχώς, οι απόγονοι των εξοντωθέντων και των εκδιωχθέντων συνέχισαν να ποτίζουν τη ρίζα, να συντηρούν την ιστορική μνήμη, να διατηρούν άσβεστη τη φλόγα για δικαίωση. Συνέπεια της συστηματικής δουλειάς σε επίπεδο επιστημονικής τεκμηρίωσης, ήταν το γεγονός ότι αποφάνθηκε θετικά επί του συγκεκριμένου η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS), δηλαδή ο καθ’ ύλην αρμόδιος διεθνής οργανισμός. Έτσι, στις 16 Δεκεμβρίου 2007 η IAGS εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο αναγνωρίζεται ότι η εθνική εκκαθάριση που υπέστησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς ανήκει στη νομική κατηγορία των «εγκλημάτων γενοκτονίας», όπως αυτή ορίστηκε από τον ΟΗΕ. Από την άλλη, βεβαίως, φτάσαμε στο σημείο το 2014 ο υπό ψήφιση τότε αντιρατσιστικός νόμος να μην καλύπτει την άρνηση της Γενοκτονίας των Ποντίων, κάτι που θα ισοδυναμούσε με ακύρωση της απόφασης της ελληνικής Βουλής. Τότε, ανταποκρινόμενος στο ιστορικό μου καθήκον, ανέλαβα πρωτοβουλία και με ανοιχτή επιστολή προς τον τότε πρωθυπουργό Αντ. Σαμαρά, την οποία συνυπέγραψαν και άλλοι 37 βουλευτές, ζητήσαμε να συμπεριληφθεί στις διατάξεις του νόμου και η ποινικοποίηση της άρνησης της Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής (Ποντίων, Μικρασιατών, Θρακιωτών) από τους Τούρκους, κάτι που αν και δεν υπήρχε στο αρχικό νομοσχέδιο, τελικά όντως έγινε. Η πρωτοβουλία αυτή, που λίγο έλειψε να διαταράξει τη συνοχή τής τότε συγκυβέρνησης, απέτρεψε μια πολύ δυσάρεστη εξέλιξη, που στην ουσία οδηγούσε στην ακύρωση του νόμου αναγνώρισης της Γενοκτονίας και έσωσε την τιμή του πολιτικού κόσμο αλλά και της πατρίδας. Το 2015 η αμφισβήτηση της Γενοκτονίας, που αποτελεί νομικό όρο του Διεθνούς Δικαίου, με την ταυτόχρονη δόλια συζήτηση περί εθνοκάθαρσης, που άνοιξε ο τότε υπουργός Παιδείας Ν. Φίλης, ήταν το αποκορύφωμα της κρατικής στάσης απέναντι στο ζήτημα. Και μάλιστα σε μια εποχή που τα προσφυγικά ρεύματα από τη Συρία ήταν συγκλονιστικά, και σε ανθρωπιστικό επίπεδο θύμιζαν τις πορείες θανάτου των δικών μας ανθρώπων… Φυσικά, όπως απάντησαν οι ιστορικοί, το ερώτημα «γενοκτονία ή εθνοκάθαρση» είναι άτοπο και μάλλον τέθηκε εκ του πονηρού γιατί ο όρος «γενοκτονία» είναι ένας νομικός όρος που δημιουργήθηκε μόλις το 1944 και εισήχθη στη διεθνή νομολογία το 1948, ενώ ο όρος «εθνοκάθαρση» είναι ένας κοινός όρος που περιγράφει συμπεριφορές και πρακτικές. Αυτά και μόνο αρκούν για να υποστηρίξει κανείς ότι τα γεγονότα της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού θα πρέπει πλέον να διδάσκονται στα σχολεία ως μια μακροπρόθεσμη πολιτική καλλιέργειας της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας. Βραχυπρόθεσμα, κάποια στιγμή η Γενοκτονία θα πρέπει να αποτελεί μέρος της ελληνικής διπλωματικής ατζέντας, να εργαστούν οι ιθύνοντες για τη διεθνή αναγνώριση. Η γνώση της ιστορικής πραγματικότητας και η συνειδητοποίηση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, από τους πολίτες αλλά και από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, αλλά και ο αγώνας για την αναγνώρισή της από τη διεθνή κοινότητα και από την Τουρκία, δεν αποτελεί πράξη μισαλλοδοξίας, εκδίκησης και ταπείνωσης. Για τους υγιώς σκεπτόμενους είναι πράξη ανθρωπισμού, ειρήνης και σταθερότητας, γιατί δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά τραγικά και το παρόν – και φυσικά το μέλλον.Γιατί οι γενοκτονικές πολιτικές της Τουρκίας δυστυχώς διατηρούνται αναλλοίωτες εκατό χρόνια μετά. Αυτό αποδείχθηκε από τα γεγονότα του 1942, του 1955 και του 1964 στην Κωνσταντινούπολη, του 1974 στην Κύπρο, αλλά και τις σημερινές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και τη Θράκη. Το ανατολίτικο παζάρι του Ερντογάν με την Ευρώπη στο προσφυγικό αποδεικνύει του λόγου το αληθές – δυστυχώς ζούμε ήδη την επανάληψη της μεγάλης ιστορίας. Η αποδοχή της ιστορικής αλήθειας, όπως συνέβη στη Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα συντελέσει πιθανά στην αποχή από ανάλογες ενέργειες στο παρόν και στο μέλλον.
Σάββας Αναστασιάδης
βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης ΝΔ