16 Μαΐου 2022
Κυρίες και κύριοι,
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ με βαθιά συγκίνηση, αλλά και με συνείδηση του ιδιαίτερου ιστορικού βάρους που φορτίζει αυτή τη μέρα.
Είναι μία ημέρα θλίψης και αγανάκτησης και παράλληλα μνήμης.
Μνήμης ιερής.
Συγκεντρωθήκαμε για να αποδώσουμε φόρο τιμής στους Έλληνες του Πόντου που πλήρωσαν με το αίμα τους τον αγώνα για αξιοπρέπεια, ανεξαρτησία και ελευθερία.
Και για όλους τους Έλληνες της Ανατολής, με αφορμή την συμπλήρωση εκατό χρόνων από την Μικρασιατική καταστροφή.
Μνημονεύουμε τα θύματα ενός από τα πιο φρικτά εγκλήματα που γνώρισε η ανθρωπότητα τον 20ό αιώνα.
Και παράλληλα ένα έγκλημα για το οποίο έναν ολόκληρο αιώνα μετά δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη.
Πάνω του, μάλιστα, εξακολουθούν να παίζονται γεωπολιτικά παιχνίδια και να επενδύονται συμφέροντα.
Όπως άλλωστε είχε γίνει και στο ξέσπασμα αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος στις αρχές του 20ού αιώνα.
Όταν οι μεγάλες δυνάμεις επιχειρούσαν να διεισδύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που κατέρρεε.
Φέτος συμπληρώνονται 103 χρόνια από τότε που ξεκίνησε η τρίτη και πιο σκληρή φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων που οργάνωσε και εκτέλεσε το τουρκικό κράτος, με καθοδήγηση του Γερμανού στρατηγού Σάντσερς.
Ύστερα από τρεις χιλιετίες, ένας λαός ξεριζώθηκε βίαια από τη γη του αφήνοντας πίσω του πατρογονικές εστίες, σπίτια, περιουσίες και τάφους προγόνων.
Είναι πλήθος οι ιστορικές πηγές και οι αφηγήσεις για τις σφαγές, τις διώξεις και τους εκτοπισμούς εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου.
Το Ποντιακό ζήτημα όμως, αν και αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο της Ιστορίας, δεν είναι ένα θέμα που ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην Ιστορία, στο παρελθόν.
Αντίθετα, είναι ένα ζήτημα που ανήκει στο παρόν και στο μέλλον.
Ένα ζήτημα ζωντανό, κρίσιμο και είναι ακριβώς η τρέχουσα γεωπολιτική συγκυρία που το φέρνει ξανά μπροστά μας ως ιδιαίτερα επίκαιρο με πολλαπλές πολιτικές προεκτάσεις.
Καταρχήν θα πρέπει να θυμόμαστε όλοι μας ότι η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού δεν υπήρξε ένα μεμονωμένο γεγονός.
Ούτε γεωγραφικά ούτε χρονικά.
Αντίθετα, υπήρξε μέρος ενός οργανωμένου και προσχεδιασμένου εγχειρήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που έβαλε σε εφαρμογή η κυβέρνηση των Νεότουρκων.
Το σχέδιο να αφανίσουν το σύνολο των χριστιανικών πληθυσμών από τα εδάφη της Ανατολικής Θράκης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Για να δημιουργήσουν τη νέα Τουρκία, με βάση το δόγμα «Ένα κράτος, ένα έθνος, μια γλώσσα, μια θρησκεία».
Το εγχείρημα αυτό, τα οδυνηρά αποτελέσματα του οποίου απολήγουν όπως όλοι γνωρίζουμε στη Μικρασιατική Καταστροφή, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος.
Το Ανατολικό Ζήτημα προέκυψε λόγω του ανταγωνισμού Ανατολής-Δύσης.
Οι δυτικές δυνάμεις – Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία – μπροστά στη διαφαινόμενη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιχείρησαν να διεισδύσουν στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή.
Όλες τους περιοχές τεράστιας γεωστρατηγικής σημασίας.
Μία διείσδυση που επιχειρήθηκε με κάθε τρόπο: οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, ακόμη και πολιτιστικό.
Αναπόσπαστο κομμάτι του Ανατολικού Ζητήματος αποτελεί και η Γενοκτονία των Ποντίων και των άλλων Χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής,
καθώς σχετίζεται άμεσα με τις συγκρούσεις των μεγάλων δυνάμεων στο πεδίο της αναδιανομής των παγκόσμιων αγορών και των πλουτοπαραγωγικών πηγών.
Οι διενέξεις των μεγάλων δυνάμεων ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν να κάνουν με το θέμα των ενεργειακών πόρων.
Στο επίκεντρο ήταν ήδη από τότε ο έλεγχος των πηγών του πετρελαίου και φυσικού αερίου και η διασφάλιση της τροφοδότησης της Δύσης.
Ήταν η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και το πετρέλαιο από τότε αποτελούσε πηγή ενέργειας καθοριστικής σημασίας, κάτι που δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα.
Στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις εναντίον της Ρωσίας στις αρχές του 20ού αιώνα εμπλέκονταν και τα κράτη της περιοχής, πράγμα που βλέπουμε ακριβώς να επαναλαμβάνεται έναν αιώνα αργότερα.
Η Ρωσία επιχειρούσε να προσεταιριστεί τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας για να πετύχει τους στρατηγικούς στόχους της, δηλαδή την κάθοδο στη Μεσόγειο, στα θερμά νερά, και τη δημιουργία γεωστρατηγικών και γεωπολιτικών στηριγμάτων στην ευρύτερη περιοχή.
Από την πλευρά τους οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία, προσπαθούσαν με κάθε μέσο να αποκλείσουν την Ρωσία από τους στόχους της.
Στην προσπάθειά τους, αυτή η εκδίωξη των Χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις εστίες τους,
ήταν ένα εργαλείο για να ανακόψουν τη στρατηγική της Ρωσίας.
Αυτοί ήταν οι ηθικοί αυτουργοί της Γενοκτονίας των Ελλήνων.
Τα συμφέροντα της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας εξηγούν γιατί συνέβησαν όσα συνέβησαν τότε.
Της Γερμανίας που ήταν ο καθοδηγητής των Τούρκων στην γενοκτονία, της Αγγλίας και της Γαλλίας που εγκλώβισαν την Ελλάδα στην Μικρασιατική παγίδα και η πολιτική των Μπολσεβίκων όταν ανέλαβαν την εξουσία.
Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,
Είναι γνωστό από την Ιστορία ότι όπου συγκρούονται τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, οι μικρότερες χώρες το πληρώνουν ακριβά.
Μετατρέπονται σε πιόνια στη γεωπολιτική σκακιέρα.
Έναν αιώνα αργότερα βλέπουμε να γιγαντώνονται με εκρηκτικά αποτελέσματα οι ανταγωνισμοί των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή.
Η πολιτική τους παραμένει σταθερή και αμετάβλητη δημιουργώντας τους όρους για μία επαναφορά ενός νέου Ανατολικού Ζητήματος.
Οι βλέψεις για αλλαγή και επαναχάραξη συνόρων, οι ρητορικές αναθεωρητικές διεκδικήσεις
και οι έμπρακτες τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο συνεχίζουν να επενδύουν στην ανανέωση των χαρακτηριστικών που είχε το Ανατολικό Ζήτημα.
Οι Έλληνες της Κύπρου είναι θύματα και οι ίδιοι της ίδιας εγκληματικής συμπεριφοράς της Τουρκίας που οδήγησε στην εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου από το 1974.
Η Κυπριακή Δημοκρατία συμπαρίσταται διαχρονικά στη συνεχή προσπάθεια για δικαίωση των θυμάτων και ευρεία αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας από τη διεθνή κοινότητα.
Η Κύπρος ήταν άλλωστε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη Γενοκτονία μετά την Ελλάδα.
Και βέβαια η Πάφος είναι η πόλη όπου ζουν χιλιάδες Έλληνες του Πόντου, ενώ εδώ βρίσκεται και το Πάρκο «Ποντιακής Γενοκτονίας».
Κύπρος και Ελλάδα συμπορευόμαστε.
Μοιραζόμαστε ρίζες, μνήμες και προσδοκίες.
Έχουμε βιώσει δραματικά γεγονότα, που όμως δεν κατάφεραν να μας λυγίσουν.
Γιατί έχουμε μάθει να επιβιώνουμε, ακόμη και στους πιο δύσκολους καιρούς.
Και μοιραζόμαστε και το ίδιο αίσθημα απογοήτευσης από την ατιμωρησία με την οποία αντιμετωπίζεται από θεματοφύλακες και συμμάχους μεγάλων δυνάμεων η Τουρκία.
Γιατί οι γενοκτονικές πολιτικές της Τουρκίας, δυστυχώς, διατηρούνται αναλλοίωτες 100 χρόνια μετά.
Αυτό αποδείχθηκε από τα γεγονότα του 1942, του 1955 και του 1964 στην Κωνσταντινούπολη, του 1974 στην Κύπρο, αλλά και τις σημερινές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και τη Θράκη.
Η αναγνώριση της Γενοκτονίας και η συγνώμη από την Τουρκία δεν είναι εκδήλωση μιας τιμωρητικής πολιτικής.
Αντιθέτως, είναι το απαραίτητο βήμα για την ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Αρμενική γενοκτονία, όπως και η Ποντιακή αποτελούν μια αδιαμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα.
H διαφορά όμως είναι ότι, ενώ στην περίπτωση της Αρμενικής γενοκτονίας επιχειρήθηκε η διεθνής αναγνώρισή της με επιτυχία, η Ποντιακή Γενοκτονία αποσιωπήθηκε και επιχειρήθηκε να μείνει στο περιθώριο.
Μόνο μετά από δεκαετίες σιωπής, το 1994 το Ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε ομόφωνα την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Ήταν μια πράξη που ξεπλήρωσε μέρος του χρέους της Ελληνικής πολιτείας απέναντι σε ένα εκατομμύριο ανθρώπους που χάθηκαν άδικα και σε δύο εκατομμύρια ανθρώπους που ξεριζώθηκαν, ως αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών επιλογών και έλλειψης στρατηγικής της Αθήνας.
Το υπόλοιπο αυτού του τεράστιου χρέους, δηλαδή της μετουσίωσής του σε πολιτική και εθνική στρατηγική, διεθνοποίηση και προώθηση του αιτήματος της αναγνώρισης από ξένα κοινοβούλια, το επωμίσθηκε ο συλλογικός Ποντιακός χώρος.
Ήμασταν και είμαστε πρωτοπόροι σε αυτόν τον αγώνα.
Εμείς κινητοποιήσαμε και άλλες ελληνικές πληθυσμιακές ομάδες που υπέστησαν τα ίδια δεινά την ίδια περίοδο.
Έτσι κινητοποιήθηκαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, που πέτυχαν και αυτοί το 1998 από την Ελληνική Βουλή την καθιέρωση της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας μνήμης.
Έτσι κινητοποιήθηκαν οι Θρακιώτες, οι Καππαδόκες, οι Κωνσταντινουπολίτες.
Το ζήτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας είναι πολιτικό και πολύπλοκο λόγω της σύνδεσής του με τα γεωπολιτικά συμφέροντα.
Γι’ αυτό η Ελληνική Διπλωματία πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία.
Γιατί εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων η απουσία της Ελληνικής πολιτείας είναι εκκωφαντική.
Η έλλειψη, μέχρι και σήμερα, Εθνικής στρατηγικής στο θέμα της διεθνοποίησης της Γενοκτονίας και η φοβική και πολλές φορές ενοχική στάση μας απέναντι σ’ αυτό το τεράστιο και ζωτικής σημασίας ζήτημα,
σε συνδυασμό με απαράδεκτες φωνές αμφισβήτησης της Γενοκτονίας στο εσωτερικό της χώρας (Φίλης, Ρεπούση κ.α.) ανοίγουν το δρόμο για διεκδικήσεις και νομιμοποιούν τον Ερντογάν και την Τουρκία να μας λένε ότι “οι Έλληνες έκαψαν τη Σμύρνη”.
Μία Τουρκία που δεν διαφέρει πολύ από την εποχή των Νεότουρκων, όπως μαρτυρούν οι συνεχείς προκλήσεις και παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου.
Μία Τουρκία που συνεχίζει να έχει επιθετική και επεκτατική στρατηγική εναντίον της Κύπρου και της Ελλάδας.
Μία Τουρκία που συνήθισε στην ατιμωρησία και νιώθει δικαιωμένη για τα εγκλήματα που διέπραξε.
Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,
Σε μία διεθνή συγκυρία εξαιρετικής αβεβαιότητας, αστάθειας και γεωπολιτικών αναταράξεων,
είναι σημαντικό να τοποθετείται η Ποντιακή Γενοκτονία στο πλαίσιο που της αναλογεί και με τη δυνατή φωνή που της αξίζει.
Σε μια συγκυρία στην οποία, σαν μέσα από ένα διαρκές μάθημα Ιστορίας, δοκιμάζονται ξανά οι σχέσεις της Ευρώπης και οι ισορροπίες προς τα ανατολικά της σύνορα.
Σε μια ιστορική στιγμή που η Ευρώπη αναγκάζεται να επανακαθορίσει σφαίρες επιρροών και εξαρτήσεων, οι αναφορές στην ιστορική μνήμη και οι εκφράσεις θλίψης δεν αρκούν.
Η πίεση για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας πρέπει να ασκηθεί από την Ελλάδα ως μέρος αυτού του εντατικού γεωπολιτικού παιχνιδιού που αναπτύσσεται.
Η συνειδητή στράτευση στον αγώνα για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού αποτελεί σήμερα μια μεγάλη πρόκληση και απαιτεί να υιοθετηθεί και να εφαρμοστεί με συνέπεια μια συστηματική εθνική στρατηγική.
Μία εθνική στρατηγική που θα στοχεύει στο να αναγνωριστεί η γενοκτονία των Ελλήνων και σε ευρωπαϊκό αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Η ανάδειξη και διεθνοποίηση της γενοκτονίας, η οποία υπερβαίνει τον Ποντιακό Ελληνισμό και αφορά όλους τους Έλληνες
θα πρέπει να αποτελεί κυρίαρχο συστατικό στοιχείο της εθνικής εξωτερικής πολιτικής που σέβεται την ιστορία και την αλήθεια.
Σε αυτά τα επίπεδα, πρώτος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως αρχηγός Αντιπολίτευσης και ως Πρωθυπουργός, δηλώνει δημόσια ότι αναλαμβάνει πρωτοβουλία για την διεθνοποίηση της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Είναι η πρώτη τολμηρή δημόσια πολιτική παρέμβαση από αρχηγό κόμματος και Πρωθυπουργό.
Όσο αποτυγχάνουμε να αναδείξουμε μια τέτοια πολιτική τόσο αποδυναμώνουμε το μήνυμα της 19ης Μαΐου του 1919,
που είναι σήμερα πιο καίριο και πιο κρίσιμο από ποτέ.
Οι καιροί που διανύουμε δείχνουν ότι ο μόνος δρόμος για να αντιμετωπιστεί η τουρκική επιθετικότητα και προκλητικότητα είναι μέσα από τη συνεργασία κρατών, φορέων και οργανισμών.
Τη συνεργασία που στόχο έχει την προάσπιση των αρχών του διεθνούς δικαίου και την ειρηνική συνύπαρξη των κρατών.
Αυτά πρέπει να κάνει η Πολιτεία.
Πολιτεία και κοινωνία, όλοι μαζί να συνεχίσουμε τον αγώνα μας για να αφυπνίσουμε το διεθνές αίσθημα Δικαίου έναντι της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.
Να αξιοποιήσουμε το απίστευτο δυναμικό του οικουμενικού Ελληνισμού.
Να αξιοποιήσουμε τις συμμαχίες και το φιλελληνικό πνεύμα που επικρατεί στις κοινωνίες του κόσμου.
Αν αρχίσει ο κύκλος των αναγνωρίσεων η Τουρκία από χώρα που διεκδικεί και επιτίθεται,
θα μετατραπεί σε χώρα που απολογείται και αμύνεται.
Τότε μόνο οι ψυχές των Ελλήνων που χάθηκαν θα δικαιωθούν.