23 Ιουλίου 2020
ΣΑΒΒΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής):Καλησπέρα σας.
Με δεδομένη την σχετική απαρτία ξεκινά η συνεδρίαση μας, μία συνεδρίαση που συμπίπτει με δύσκολες στιγμές για τη χώρα μας.
Φαίνεται ότι η Τουρκία και ο Ερντογάν «τραβάνε και πάλι το σχοινί» και μετά την πρόκληση της Αγίας Σοφίας, δηλαδή της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε Ισλαμικό Τέμενος που είναι και το θέμα της συζήτησής μας σήμερα, μεταφέρουν την ένταση και την κρίση στην Μεσόγειο και στο Καστελόριζο.
Οι στιγμές, αντιλαμβανόμαστε όλοι, ότι είναι κρίσιμες και απαιτούν ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση, ενότητα και αυτοπεποίθηση. Οι κομματικές δυνάμεις, τα κόμματα, οι πολίτες, πέρα από ιδεολογικές διαφορές που έχουμε σήμερα, από την Αριστερά μέχρι την Δεξιά, πρέπει να επιδείξουμε εμπιστοσύνη και στήριξη στην Κυβέρνηση, καθολική θα έλεγα εμπιστοσύνη και στήριξη στην Κυβέρνηση, πίστη απέναντι στις Ένοπλες Δυνάμεις, έτσι ώστε ενωμένοι να αντιμετωπίσουμε αυτή την πρόκληση για την υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, για ευνόητους λόγους δεν έχουμε προσκεκλημένους, το αντιλαμβάνεστε, και γι’ αυτό δεν τους ανέφερα.
Ξεκινάει η συνεδρίαση μας με θέμα την απόφαση της Τουρκικής Κυβέρνησης για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε Ισλαμικό Τέμενος, μία απόφαση, που προκαλεί οργή, αγανάκτηση, λύπη, απογοήτευση. Είναι μερικά από τα αισθήματα που διακατέχουν, πιστεύω, όλους μας.
Η απόφαση του Ερντογάν και της Τουρκικής Κυβέρνησης να μετατρέψει σε μουσουλμανικό τέμενος τον εμβληματικό ναό της Ορθοδοξίας, την Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, αποτελεί βαθύτατη προσβολή και ύβρη για τη διεθνή κοινότητα και τον πολιτισμένο κόσμο. Γι’ αυτό έχει προκαλέσει την παγκόσμια κατακραυγή και αντίδραση, μέχρι στιγμής όμως, μόνο λεκτική.
Η απόφαση αυτή πληγώνει τους Έλληνες της Οικουμένης ιδιαίτερα, θα έλεγα, περισσότερο τους πρόσφυγες που έχουμε νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες και περισσότερη ταύτιση με την Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως.
Η Αγία Σοφία δεν είναι απλώς ένα παγκόσμιο μνημείο πολιτισμού, είναι ένα παγκόσμιο χριστιανικό σύμβολο. Η απόφαση πληγώνει όλους τους ορθοδόξους του κόσμου, πληγώνει όλους τους χριστιανούς, ανεξαρτήτως δόγματος και φυσικά και τη διεθνή κοινότητα.
Ο Τούρκος Πρόεδρος με την απόφασή του να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί, διαμηνύει στον υπόλοιπο κόσμο ότι η Τουρκία δεν ανήκει πλέον στον δυτικό κόσμο, δεν αποτελεί πλέον κοσμικό κράτος.
Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος, δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά, εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια του αναθεωρισμού από την πλευρά της Κυβέρνησης της Τουρκίας. Ήδη, από το 2007 μόνιμο στόχο αποτελούν οι εκκλησίες της Αγίας Σοφίας που βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος. Το 2007,μετατράπηκε σε τζαμί Αγίας Σοφίας της Βιζύης στην Ανατολική Θράκη. Ακολούθησε η Αγία Σοφία της Νίκαιας το 2011 και η Αγία Σοφία Τραπεζούντας το 2013, για να ολοκληρωθεί ο βέβηλος κύκλος με το σύμβολο της ορθοδοξίας. Αλλά και στην Κύπρο, από το 2074, εκατοντάδες χριστιανικά μνημεία και εκκλησίες βεβηλώθηκαν και λεηλατήθηκαν.
Πρόκειται για μία οπισθοδρομική κίνηση που δείχνει ότι η Τουρκία επιλέγει να κόψει τους δεσμούς της με τον δυτικό κόσμο και τις αξίες του. Σηματοδοτεί δε, πόσο επικίνδυνα έχει προχωρήσει τα τελευταία χρόνια η μετάλλαξη του κοσμικού κράτους σε ένα ισλαμικό σύστημα. Η Τουρκία συμπεριφερόταν διαφορετικά όσο είχε ευρωπαϊκές βλέψεις, φιλοδοξίες και προσανατολισμό. Αυτό φαίνεται, ότι πλέον δεν την ενδιαφέρει. Δημιουργεί εντάσεις μεταξύ των θρησκειών και απομακρύνεται από τον δυτικό πολιτισμό.
Το ζήτημα όπως αντιλαμβάνεστε όλοι, δεν είναι μόνο ελληνοτουρκικό ούτε μόνο ευρωπαϊκό, αλλά, είναι παγκόσμιο και πανανθρώπινο, αφού η Αγία Σοφία αποτελεί μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς, αναγνωρισμένο από την ΟΥΝΕΣΚΟ, ένα μνημείο από τον 6ο αιώνα, ξεπερνώντας θρησκείες, λαούς και πολιτισμούς και όπως εκπέμπει τον θρησκευτικό, τον ιστορικό, το πολιτιστικό και το καλλιτεχνικό του φορτίο. Όπως πολύ εύστοχα, τόνισε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, η ιστορία διδάσκει πως τα μνημεία δεν ταπεινώνονται, αλλά ταπεινώσουν αυτούς που δεν τα σέβονται. Ακόμα και όσοι βεβηλώνουν σήμερα αυτό το μνημείο, αναγκάζονται να το αποκαλούν με το βυζαντινό τους όνομα Αγία Σοφία.
Θύματα αυτής της πολιτικής βέβαια είναι και εκατομμύρια Τούρκοι πολίτες, που πιστεύουν στο κοσμικό κράτος και στο διάλογο με τους άλλους πολιτισμούς που διαφωνούν με την απόφαση του Ερντογάν, αλλά δεν ακούγονται. Απέναντι σε αυτήν την πρόκληση χρειάζονται απαντήσεις. Η Κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Υπουργός των Εξωτερικών, από την πρώτη στιγμή, πέρα από τις αντιδράσεις ξεκίνησαν αγώνα ενημέρωσης των ευρωπαίων εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΟΗΕ, της ΟΥΝΕΣΚΟ και όλων των διεθνών οργανισμών.
Στην πρόσφατη δε Σύνοδο του, ο Πρωθυπουργός ζήτησε μετ επιτάσεως, ξεκάθαρο κατάλογο αυστηρών ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Άγκυρας. Η προσπάθεια αυτή, φυσικά συνεχίζεται σε όλα τα επίπεδα, για να αντιληφθεί επιτέλους η διεθνής κοινότητα, ότι ο Ερντογάν και οι Τούρκοι, αποτελούν κίνδυνο για τη διεθνή σταθερότητα και θα πρέπει η δύση, να στείλει έμπρακτα μηνύματα, οικονομικές κυρώσεις και ότι άλλο και όχι μόνο ρητορικά, γιατί διαφορετικά θα τον βρουν μπροστά τους.
Επιτρέψτε μου, να κάνω στην Επιτροπή μας μία σειρά προτάσεων, που μπορούμε να αναλάβουμε και να συμφωνήσουμε ελπίζω ομόφωνα, αφού ακουστούν και συμπεριληφθούν και οι προτάσεις όλων των συναδέλφων, όσων θέλουν να καταθέσουν προτάσεις. Πρώτα – πρώτα, να ζητήσουμε από κόμματα, πολίτες ανεξαρτήτως ιδεολογικών διαφορών, να ενώσουμε τις φωνές και τις δυνάμεις μας απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα. Πρέπει η ενότητα να είναι καθολική και να δείξουμε εμπιστοσύνη στην Κυβέρνηση και στις Ένοπλες δυνάμεις.
Από ότι φαίνεται, η έκκληση της ΟΥΝΕΣΚΟ να μη γίνουν οποιεσδήποτε επεμβάσεις στο μνημείο δεν εισακούστηκε. Να ζητηθεί από την ΟΥΝΕΣΚΟ, να κινήσει τη διαδικασία παραπομπής της Τουρκίας, για ιεροσυλία και προκλήσεις εκτεταμένων βλαβών σε μνημεία για κάτι που υπάρχουν σχετικές διατάξεις. Να απευθύνουμε έκκληση στην ΠαΔΕΕ, να ζητήσει από όλα τα μέλη της να καταθέσουν αίτημα στα Κοινοβούλια των χωρών που εκλέγονται ο καθένας, για να ζητήσει ενημέρωση του ζητήματος. Να ενημερώσουν, δηλαδή, τα μέλη των Κοινοβουλίων τους και να ζητήσουν καταδίκη της απόφασης. Την ίδια έκκληση να κάνουμε και στο δίκτυο Ελλήνων Αιρετών Αυτοδιοίκησης Ευρώπης, για τους δήμους στους οποίους εκλέγεται το κάθε ένα μέλος ελληνικής καταγωγής.
Να ζητήσουμε από όλες τις ομογενειακές οργανώσεις, ομοσπονδίες, συλλόγους σωματεία, επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς και ενώσεις και την εκκλησία, να κινητοποιηθούν στις χώρες τους και να καταδικάσουν την απόφαση. Να προκαλέσουμε έναν ομογενειακό συναγερμό γι’ αυτό το θέμα.
Τέλος, θέλω να σας θυμίσω, ότι είχαμε προγραμματίσει να συζητήσουμε το θέμα της ένταξης της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής από τους Τούρκους, στη διπλωματική ατζέντα των ελληνικών κυβερνήσεων. Γι’ αυτό είχαμε προγραμματίσει δύο συνεδριάσεις στις 28/4 και στις 5/5 του 2020, με επιφανείς εισηγητές, προσκεκλημένους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Όμω,ς οι συνεδριάσεις αυτές, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν έγιναν λόγω της κρίσης του κορονοϊού.
Η Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής από τους Τούρκους, Ποντίων, Μικρασιατών, Θρακιωτών, Κωνσταντινοπολιτών, είναι μία αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Η Διεθνής Ένωση Μελέτης Γενοκτονιών έχει αποφανθεί, το 2007, ότι οι διώξεις που έλαβαν χώρα το 1994 έως το 1993 από την Τουρκία, συνιστούν γενοκτονία, όπως αυτή ορίζεται από το Διεθνές Δίκαιο. Αυτό σημαίνει, πως η επιστημονική αναγνώριση, που είναι και η σημαντικότερη, έχει επιτευχθεί. Η πολιτική αναγνώριση που επιδιώκουμε και ζητούμε όλα αυτά τα χρόνια, έχει, κατ’ αρχήν, ηθική σημασία. Είναι όμως, στη δική μας περίπτωση, πάρα πολύ σημαντική και απαραίτητη, γιατί ο θύτης, η Τουρκία, που παραμένει ατιμώρητος, είναι αμετανόητος και δείχνει την γενοκτονική του πρόθεση, που σταδιακά, διαμορφώθηκε ως αντίληψη. Αυτή η αντίληψη δημιούργησε τα τραγικά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης το 1955 και το 1964 της Ίμβρου και της Τενέδου και της Κύπρου, πιο πρόσφατα, το 1974.
Η Τουρκία νιώθει δικαιωμένη για τα εγκλήματα που διέπραξε, γι’ αυτό, μεθοδικά και σταθερά, επεκτείνει τις διεκδικήσεις της. Αν δεν νιώσει την πίεση από τη Διεθνή Κοινότητα και την κατακραυγή και την καταδίκη των εγκλημάτων της, δεν πρόκειται να αλλάξει φυσιογνωμία και πολιτική. Μια φυσιογνωμία και πολιτική, που παραμένει αναλλοίωτη, εδώ και 100 χρόνια. Γι’ αυτό, κάθε φορά που βρίσκεται απέναντι στο ενδεχόμενο αναγνώρισης της γενοκτονίας, δείχνει αδυναμία, αμηχανία, πανικό και προσπαθεί να διαχειριστεί το θέμα με ανακλήσεις πρεσβευτών, διακοπή διπλωματικών σχέσεων. Είχαμε παραδείγματα στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Σουηδία, στη Γερμανία, στην Καταλονία, όταν τα Κοινοβούλια αυτά δήλωσαν, ότι θα αναγνωρίσουν τη γενοκτονία των Αρμενίων. Η Ελληνική Βουλή, έστω και καθυστερημένα, έπραξε κατ’ αρχήν το χρέος της το 1974 και το 1978 για τους Μικρασιάτες. Όμως, οι ελληνικές κυβερνήσεις, τα κόμματα και η διανόηση παρέμειναν σε αδράνεια από τότε. Τη μνήμη και το αίτημα κράτησαν ζωντανά, κατ’ αρχήν, τα ποντιακά σωματεία και οι οργανώσεις και οι ομοσπονδίες και ακολούθησαν στη συνέχεια και όλα τα προσφυγικά σωματεία.
Η πρώτη επίσημη δημόσια τοποθέτηση Αρχηγού Κόμματος για τη διεθνοποίηση της γενοκτονίας, έγινε στη Θεσσαλονίκη το Μάϊο του 2019 από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο ίδιος, ως πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε ως βασικός εισηγητής, στο παγκόσμιο συνέδριο για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας, που διεξήχθη το Δεκέμβριο του 2019 στο Μουσείο Ακρόπολης και οργανώθηκε από την Ποντιακή Ομοσπονδία της Ελλάδος.
Σήμερα, νομίζω, ότι ωρίμασε το ζήτημα και είναι ώρα να αναλάβει δράση και η επίσημη ελληνική διπλωματία. Γι’ αυτό και επειδή πιστεύω ότι το αίτημα της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας, είναι αίτημα όλων των Ελλήνων και είναι ένα ισχυρό διπλωματικό όπλο, στη φαρέτρα της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης, απέναντι στην Τουρκία, προτείνω, να εισηγηθούμε ομόφωνα να ενταχθεί στην ατζέντα της ελληνικής διπλωματίας και των ελληνοτουρκικών, η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής, Ποντίων, Μικρασιατών, Θρακιωτών, Κωνσταντινοπολιτών, από τους Τούρκους.
Το Υπουργείο Εξωτερικών να θέτει συνεχώς το ζήτημα σε διμερές ελληνοτουρκικό επίπεδο και να αναλάβει όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες που απαιτούνται για τη διεθνή αναγνώριση της. Είναι ένα θέμα, που το αιτήθηκα πολλές φορές, τα προηγούμενα πέντε χρόνια και εδώ στην Επιτροπή μας, ως βουλευτής της Αντιπολίτευσης. Το αιτήθηκα με επιστολές και στον πρώην Πρωθυπουργό και στον Υπουργό Εξωτερικών, αλλά ποτέ δεν ήρθε για συζήτηση και ποτέ δεν πήρα καμία απάντηση.
Κατηγορήθηκα δε από κάποιους «δήθεν φλογερούς» πόντιους ότι το κάνω, γιατί βρίσκομαι στην Αντιπολίτευση και αυτό, βολεύει, ως αντιπολιτευτική διάθεση και διαδικασία και όχι γιατί το επιδιώκω και το θέλω πραγματικά.
Σήμερα, λοιπόν, μου δίνεται η ευκαιρία, ως Βουλευτής της συγκυβέρνησης, ως κυβερνητικός Βουλευτής, να τους διαψεύσω και να τους αποδείξω, ότι η διάθεσή μου γι’ αυτό το ζήτημα, δεν είναι και δεν ήταν ποτέ αντιπολιτευτική, αλλά συνειδησιακή και πατριωτική και βεβαίως,θα παλεύωγι’ αυτό με όλες τις δυνάμεις μου, μέχρι την τελική δικαίωση.