3 Δεκεμβρίου 2017
Ψηφίστηκε την περασμένη Δευτέρα στη Βουλή ο νόμος για τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος, για το «υπερσυσσίτιο». Το ψηφίσαμε κι εμείς, η Νέα Δημοκρατία, παρά την κριτική που ασκήσαμε στην κυβέρνηση για τα δημοσιονομικά. Γιατί, αλήθεια, ποιος μπορεί να αρνηθεί την όποια οικονομική συνδρομή στους Έλληνες πολίτες που τα τελευταία τρία χρόνια, εκτός των άλλων συνεπειών λόγω κρίσης, βλέπουν το εισόδημά τους να μην επαρκεί για να ανταποκριθούν στην υπερφορολόγηση την οποία έχει επιβάλλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Σταθερή θέση μας, την οποία διακηρύττει και ο πρόεδρος του κόμματός μας Κυριάκος Μητσοτάκης στα προσυνέδριά μας, είναι ότι χωρίς οικονομική ελευθερία δεν παράγεται πλούτος, αλλά και χωρίς αλληλεγγύη δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι ποια πολιτική υπηρετεί το «υπερσυσσίτιο»; Ποιο είναι το πολιτικό σχέδιο μιας κυβέρνησης η οποία από τη μια παίρνει τα πάντα από τους Έλληνες (μέχρι και τα αναπηρικά επιδόματα έκοψε…) κι από την άλλη επιστρέφει με τυμπανοκρουσίες το 5% από αυτά που πήρε. Που θριαμβολογεί μοιράζοντας παιδικά γεύματα σε 300.000 μαθητές την ώρα που κόβει της συντάξεις χηρείας και έχει «θεσμοθετήσει» τον εργαζόμενο των 350 ευρώ;
Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, την πρώτη χρονιά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το ποσοστό εκείνων που ζουν σε νοικοκυριά με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το κατώφλι της φτώχειας αυξήθηκε κατά 8%. Το 2014 είχε μειωθεί κατά 7,1%. Την ώρα που η ιδεοληπτικές αγκυλώσεις της κυβέρνησης διώχνουν τους επενδυτές, τι σημαίνει η χαρά της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα για την καθιέρωση συσσιτίων παντού;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε εμείς ως πολιτικό προσωπικό και ως μεγάλη δημοκρατική φιλελεύθερη κεντροδεξιά παράταξη. Είναι ένα ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν οι ίδιοι οι πολίτες. Διότι οι ατελείωτες ουρές εξαθλιωμένων Ελλήνων δεν είναι για όλους μια αθώα εικόνα οικονομικής κρίσης. Καμιά φορά κρύβει πολιτική στρατηγική, όπως έχει αποδείξει η ιστορία σε σοβιετικού τύπου καθεστώτα, παλαιότερα και σύγχρονα, τα οποία αποτελούν τα πρότυπα του κ. Τσίπρα και της κυβέρνησής του.
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι ο στόχος της κυβέρνησης που λατρεύει τα συσσίτια είναι να μεταλλάξει τους ελεύθερους και αυτάρκεις πολίτες σε εξαρτημένους πολιτικούς πελάτες. Σε ανθρώπους που θα έχουν ανάγκη τα ψίχουλα μιας και θα τους έχει υφαρπάξει ολόκληρο το καρβέλι.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί συμπολίτες μας έχουν ανάγκη και την ελάχιστη βοήθεια μιας και η αναίτια παράταση της κρίσης λόγω των κυβερνητικών επιλογών τα τελευταία 3 χρόνια, έχει οδηγήσει περίπου 1 στους 4 Έλληνες πολίτες στη φτώχεια, την απελπισία και την έλλειψη προοπτικής. Για τη Νέα Δημοκρατία ωστόσο η φτωχοποίηση και η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων αποτελεί βασικό εμπόδιο στην επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη και την ομαλότητα. Και αυτή δεν είναι μια περιστασιακή και προσχηματική προσέγγιση. Είναι πάγια, διαχρονική και σταθερή θέση και πολιτική αντίληψη.
Ο δικός μας στόχος δεν είναι διευρύνουμε τα συσσίτια και τα επιδόματα… γιάγμα, συντηρώντας τη φτώχεια, αλλά να την αντιμετωπίσουμε με συγκεκριμένες πολιτικές.
Γι’ αυτό και προτείνουμε μέτρα όπως η μείωση της γραφειοκρατίας και της φορολογίας στο επιχειρείν ώστε να βάλουμε μπροστά τη μηχανή της οικονομίας και να δημιουργηθούν δουλειές που δεν θα είναι των 360 ευρώ.
Γι’ αυτό και προτείνουμε μέτρα άμεσης εισοδηματικής ενίσχυσης όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα με πολιτικές για τη σταδιακή επανένταξη στην αγορά εργασίας και την επιστροφή στην οικονομική αυτονομία.
Γι’ αυτό και προτείνουμε συγκεκριμένες πολιτικές που θα διασφαλίζουν ανθρωπιά και αξιοπρέπεια στην Υγεία, δίκαιη κοινωνική ασφάλιση αλλά και ανταποδοτικά ασφαλιστικά ταμεία.
Το δίλημμα επομένως είναι αν επιθυμούμε μια κυβέρνηση που τα μέλη της στέλνουν «στα τσακίδια» τους επενδυτές και έχουν ως πρότυπο τον λατινοαμερικάνο συσσιτιάρχη «κομαντάντε Μαδούρο», που χρησιμοποιεί απροκάλυπτα τη φτωχοποίηση ως εργαλείο εξάρτησης από την εξουσία. Ή μια κυβέρνηση που πρεσβεύει τη βελτίωση του εισοδήματος των πολιτών μέσα από τις επενδύσεις, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση του πλούτου με παράλληλη ενίσχυση των αδυνάτων μέσα από συγκροτημένες πολιτικές στήριξης.