31 Ιανουαρίου 2022
Η διαδικασία της εθνικής απογραφής πέρασε πλέον στην τελική της φάση με στόχο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής να ανακοινώσει την άνοιξη τα πρώτα στοιχεία για τον πραγματικό πληθυσμό της χώρας. Στοιχεία που θα επιβεβαιώσουν αυτό που όλοι γνωρίζουμε: η ελληνική κοινωνία συρρικνώνεται και γκριζάρει με ταχύτατο ρυθμό.
Ανεξάρτητα από τα ακριβή στοιχεία που θα ανακοινώσει επισήμως η ΕΛΣΤΑΤ, είναι ήδη γνωστό το δημογραφικό πρόβλημα. Η υπογεννητικότητα, η γήρανση και η μείωση του πληθυσμού έχουν καταλυτικές επιδράσεις σε διάφορους τομείς της δραστηριότητας της χώρας.
Θα σταθώ ιδιαίτερα σε έναν δείκτη: τον δείκτη γήρανσης, δηλαδή την αναλογία πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον πληθυσμό 0-14 ετών, που το 2021 έφτασε στο 159,4 (ενδεικτικά: ήταν 116,7 το 2001 και 97,2 το 1991). Αυτό σημαίνει ότι ο ηλικιακά νεότερος πληθυσμός ανήλθε σε μόλις 14,1% του συνολικού πληθυσμού, έναντι 22,6% του πληθυσμού άνω των 65 ετών.
Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί την πιο σοβαρή απειλή για τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και του συστήματος υγείας. Επιπλέον, οι δημογραφικές μεταβολές παίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση των αναπτυξιακών προοπτικών της οικονομίας. Λιγότεροι νέοι σημαίνει μικρότερος ενεργός πληθυσμός, υστέρηση στην έρευνα και την καινοτομία, λιγότερες δυνατότητες για ανάπτυξη.
Πατέρας ο ίδιος τριών παιδιών, διαπιστώνω από συζητήσεις μου με νεαρά ζευγάρια ότι συχνά βλέπουν την τεκνοποίηση ως εμπόδιο για το ξεκίνημα του κοινού τους βίου. Ωστόσο δεν είναι συνειδητή επιλογή η απροθυμία των σημερινών νέων να αποκτήσουν παιδιά.Στην πραγματικότητα οι νέες γυναίκες θεωρούν ότι δεν λαμβάνουν αρκετή υποστήριξη από το κράτος για να μπορέσουν να αναθρέψουν περισσότερα από ένα ή δύο παιδιά χωρίς παράλληλα να θέσουν σε κίνδυνο την εργασιακή τους ασφάλεια και επαγγελματική εξέλιξη, ιδιαίτερα σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης, υψηλής ανεργίας και αβεβαιότητας.
Παρότι το δημογραφικό πρόβλημα δεν προέκυψε σήμερα, ούτε απασχολεί μόνο την Ελλάδα, ο αντίκτυπός του στη χώρα μας αναμένεται να είναι σαρωτικός τις προσεχείς δεκαετίες και για τον λόγο αυτό έχω κάνει επανειλημμένα παρεμβάσεις στη Βουλή. Μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο κατά τη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού 2022 στην Ολομέλεια της Βουλής πρότεινα να ληφθούν γενναία μέτρα για την πολύτεκνη οικογένεια και για τις νέες οικογένειες που θέλουν να τεκνοποιήσουν.
Το 2005, επί κυβερνήσεως Καραμανλή,είχαν ληφθεί μέτρα στήριξης της πολύτεκνης οικογένειας, τα οποία καταργήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ το 2010 και επανήλθαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη: για παράδειγμα, το επίδομα γέννας ύψους 2.000 ευρώ. Δεν είναι αρκετά όμως. Είναι μη ρεαλιστικό να περιμένει κανείς ότι μόνο τα επιδόματα αρκούν για να πείσουν τις οικογένειες να αποκτήσουν τρία ή τέσσερα παιδιά.
Καθώς είμαι πεπεισμένος ότι το δημογραφικό θα είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία τις επόμενες δεκαετίες υποστηρίζω την ανάγκη διαμόρφωσης μίας νέας, τολμηρής δημογραφικής πολιτικής, ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής, που θα περιλαμβάνει μέτρα στήριξης των νέων ζευγαριών για δημιουργία οικογένειας, φορολογικές ελαφρύνσεις, επαρκείς άδειες πατρότητας και μητρότητας, υποδομές φύλαξης και προσχολικής αγωγής, ενίσχυση της γυναικείας εργασίας, μέτρα εναρμόνισης της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής.Για να μπορέσουμε να υπάρξουμε όχι ως μία κοινωνία φθίνουσα, που γηράσκει αλλά ως μία κοινωνία με νέους ανθρώπους, εντέλει μία ζωντανή κοινωνία.
*Ο Σάββας Αναστασιάδης είναι βουλευτής της ΝΔ Β’ Θεσσαλονίκης