15 Φεβρουαρίου 2022
ΣΑΒΒΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν μπορώ μετά από αυτά που άκουσα στη Βουλή από τις τοποθετήσεις των συναδέλφων να μην θυμίσω κάτι που είπε λιγότερο από έναν χρόνο πριν ο μεγάλος ευεργέτης Ιάκωβος Τσούνης. Είπε λοιπόν, ο Ιάκωβος Τσούνης ότι χωρίς πατρίδα δεν υπάρχει ούτε πλούτος, ούτε δόξα, ούτε ευτυχία. Και νομίζω αυτό πρέπει να είναι και το δόγμα όταν συζητάμε τέτοια θέματα.
Η τοποθέτηση του πρώην Προέδρου της Βουλής εδώ έδειξε ξεκάθαρα τις διαφορές που υπάρχουν στην αντίληψη που έχουμε για την ασφάλεια. Διότι στο ερώτημα «πόσα RAFALE ή πόσες σφαίρες χρειάζονται για να τελειώνουμε;», η απάντηση είναι ότι χρειάζονται όσα απαιτεί η ασφάλεια της χώρας. Κι αυτό πρέπει να μας ενδιαφέρει. Και μάλιστα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όταν όλοι μας γνωρίζουμε ότι η χώρα μας βρίσκεται τοποθετημένη σε μια γεωπολιτική περιοχή που θεωρείται και είναι από τα πιο σύνθετα, τα πιο ευαίσθητα και τα πιο απρόβλεπτα μέρη στον παγκόσμιο χάρτη, αυτό του Έβρου, του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι ένα περιβάλλον όπου διακυβεύονται μεγάλα οικονομικά και εθνικά συμφέροντα, ένα περιβάλλον σύνθετων κρίσεων, μεγάλων προκλήσεων και εύθραυστων ισορροπιών.
Στο περιβάλλον αυτό λοιπόν, καλούνται οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας να παίξουν καταλυτικό ρόλο, συμμετέχοντας στην υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και της εδαφικής μας ακεραιότητας. Και το έκαναν δύο φορές αυτό τα τελευταία δύο χρόνια με μεγάλη επιτυχία όταν προκληθήκαμε από την Τουρκία στον Έβρο, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Και η επιτυχία αυτή οφείλεται κυρίως στο αξιόμαχο, στην ικανότητα και στο θάρρος των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, αξιωματικών και οπλιτών, τους οποίους ευχαριστούμε γι’ αυτό. Το κάνουν πάντα και θα το κάνουν πάντα. Παρόλα αυτά όμως, για να ανταποκριθούν στις πολλαπλές προκλήσεις που δέχεται η χώρα μας, χρειάζονται και τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό των οπλικών μας συστημάτων.
Η Ελλάδα δεν είναι μία επιθετική δύναμη, είναι μια αμυντική δύναμη. Γι’ αυτό έχει υποχρέωση να εξοπλίζεται λελογισμένα και να αποτελεί μία ισχυρή, αποτρεπτική δύναμη, όπως είπε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του.
Η Κυβέρνηση λοιπόν της Νέας Δημοκρατίας φροντίζοντας με ψυχραιμία και ρεαλισμό να ανταποκριθεί στις πολλαπλές και επιτακτικές ανάγκες που γεννά η γεωπολιτική συγκυρία, προχωρά σε μια συγκεκριμένη και λελογισμένη πολιτική επενδύσεων στην εθνική άμυνα. Μία πολιτική που δεν μπορεί παρά να προκρίνεται ως μείζον ζητούμενο για την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης ισχύος μας, μέσα από την αναβάθμιση των οπλικών μας συστημάτων.
Το σχέδιο νόμου που έρχεται σήμερα προς συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή από το Σώμα αποσκοπεί στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της μαχητικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων μας, τη διαφύλαξη του εναέριου χώρου, τον θαλάσσιο έλεγχο και τη διαφύλαξη της δύναμης κρούσης του Πολεμικού μας Ναυτικού.
Οι συμβάσεις αφορούν κατ’ αρχάς την αναβάθμιση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων του Πολεμικού Ναυτικού μας, με την προμήθεια τριών φρεγατών τεχνολογίας αιχμής τύπου Belharra, ψηφιακά πλοία τελευταίας τεχνολογίας, τελευταίας γενιάς, της νέας εποχής και την ανανέωση του γερασμένου εξοπλισμού του Πολεμικού Ναυτικού μας με την προμήθεια σαράντα τεσσάρων τορπιλών βαρέως τύπου για τα ελληνικά υποβρύχια. Αυτό είναι ένα ζήτημα που δυστυχώς χρόνιζε. Σαράντα χρόνια έχει να ανανεωθεί το οπλικό σύστημα των υποβρυχίων μας. Γι’ αυτό θεωρώ ότι γι’ αυτό το θέμα δεν χρειάζεται καμία επιπλέον επιχειρηματολογία. Ήταν επιτακτική η ανάγκη να διευθετηθεί χωρίς καμία καθυστέρηση και αξίζουν συγχαρητήρια στην ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας που προχώρησε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα. Και βέβαια, την ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας μας με έξι επιπλέον καινούργια μαχητικά αεροσκάφη τύπου Rafale, για να ανεβάσουμε τον συνολικό τους αριθμό στα είκοσι τέσσερα αεροσκάφη.
Εκτός από αυτά τα τρία εξοπλιστικά προγράμματα, καλούμαστε σήμερα να συζητήσουμε και να κυρώσουμε τη διάθεση επιπλέον υλικών που προέρχονται από την ακύρωση του εκσυγχρονισμού δύο υποβρυχίων στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά προς όφελος του Πολεμικού Ναυτικού. Ένα άλλο θέμα που χρόνιζε πάρα πολλά χρόνια βρίσκει σήμερα τη λύση του και την οριστική του διευθέτηση χάρη στις προσπάθειες της ηγεσίας του Υπουργείου Άμυνας και της Κυβέρνησης. Η Κυβέρνηση συνεχίζει από το 2019 τις παρεμβάσεις μέχρι σήμερα στα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας. Οι αγορές των οπλικών συστημάτων ήταν επιβεβλημένες μετά από πολλά χρόνια απραξίας χωρίς καμία ουσιαστική αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας, κάτι που βεβαίως δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς. Είναι αποφασιστικά μελετημένα βήματα μιας συγκροτημένης στρατηγικής που αδιαμφισβήτητα θα προσδώσει μεγάλο επιχειρησιακό όφελος στο Πολεμικό Ναυτικό και την Αεροπορία μας και θα ενισχύσει τη μαχητική της ισχύ.
Αγαπητοί συνάδελφοι, η ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της πατρίδας είναι απόφαση εθνικής ευθύνης για το μέλλον του τόπου και την ασφάλειά μας και γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να διχάζει, αλλά να ενώνει. Λυπάμαι για τη στάση ειδικά της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης γιατί, όπως με την ακατανόητη απόφασή της να μην ψηφίσει τον Οκτώβριο του 2021 την ελληνογαλλική συμφωνία και στη συνέχεια να μην ψηφίσει τις δαπάνες για τον εξοπλισμό στον Προϋπολογισμό του 2021, έτσι και σήμερα επιλέγει έναν στείρο μικροκομματικό δρόμο στηρίζοντας μέρος μόνο από τις συμβάσεις που έρχονται για κύρωση στη Βουλή, αυτό της αγοράς των φρεγατών.
Σε μία εποχή δύσκολη από πλευράς γεωπολιτικών προκλήσεων, αυτή η στάση είναι επί της ουσίας μία εσφαλμένη απάντηση και ένα εσφαλμένο μήνυμα απέναντι σε αυτούς που επιβουλεύονται την κυριαρχία της πατρίδας μας και απέναντι σε αυτούς που μας προκαλούν καθημερινά.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν ανήκουν σε κανένα κόμμα. Οι Ένοπλες Δυνάμεις ανήκουν στην Ελλάδα και στους Έλληνες και έτσι πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε. Στηρίζοντας τα προγράμματα ενίσχυσης της αμυντικής θωράκισης της χώρας, στηρίζουμε την ίδια τη χώρα.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Τελειώνω σε ένα λεπτό, κύριε Πρόεδρε.
Νομίζω, κύριοι συνάδελφοι, ότι δεν πρέπει να χάσετε μία ακόμα ευκαιρία υπευθυνότητας. Δεν πρέπει να χάσετε την ευκαιρία να συμπορευτείτε με τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενός λαού που θέλει να νιώθει στον τόπο του ασφάλεια και σιγουριά, τη σιγουριά που μόνο οι Ένοπλες Δυνάμεις μπορούν να προσφέρουν.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μία καλά εξοπλισμένη Ελλάδα είναι μία ισχυρή Ελλάδα, είναι η ισχυρή Ελλάδα της ειρήνης. Η χώρα μας δεν είναι επιθετική δύναμη, είναι μία χώρα της ασφάλειας. Στην εποχή μας η εξοπλιστική ικανότητα αποτελεί διαπραγματευτική και αποτρεπτική ικανότητα. Γι’ αυτό και οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεών μας θα βρίσκεται στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, καθώς αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα ισχύος. Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι ο διαπραγματευτής δεν έχει δυνατή φωνή για να ακούγεται, όταν η πατρίδα του είναι αδύναμη στρατιωτικά. Αυτό ισχύει ακόμα από την εποχή των διαλόγων των Μηλίων με τους Αθηναίους, όπως τους περιγράφει ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αθανάσιος Μπούρας): Ολοκληρώστε, κύριε Αναστασιάδη.
ΣΑΒΒΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ: Από την άποψη αυτή, τα προγράμματα αμυντικής θωράκισης της χώρας που καλούμαστε να ψηφίσουμε είναι προγράμματα ειρήνης, για να νιώθουμε όλοι ασφαλείς. Με τις εξοπλιστικές συμβάσεις που καλούμαστε να ψηφίσουμε η Ελλάδα αποκτά υπερσύγχρονα όπλα που μας δίνουν αποτρεπτική και διαπραγματευτική ικανότητα απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησης της εθνικής μας κυριαρχίας. Πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να αναβαθμιστούν οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας στο σύνολό τους, να κινηθούμε με πνεύμα εθνικής σύμπνοιας και αποφασιστικότητας για τη στήριξη και την εξασφάλιση της εθνικής μας κυριαρχίας. Η ισχυρή αμυντικά πατρίδα είναι ευθύνη μας για τη σημερινή, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Κι αν κάποιους τους ενοχλεί που η Ελλάδα δυναμώνει, εμείς θα λέμε «ναι, δυναμώνει και θα δυναμώνει κάθε μέρα, θα γίνεται πιο δυνατή και πιο ικανή και πιο σίγουρη». Αυτή την Ελλάδα θέλουμε εμείς και αυτή την Ελλάδα επιδιώκουμε!
Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε, για την ανοχή σας.